Η φάλαινα

Πατρίς, 7/5/2020

Ακόμα μία μικρή, χιουμοριστική ιστορία λεπτής ειρωνείας του Γερμανού συγγραφέα Jo Hanns Rösler (+1966) από τον τόμο (1982) «Λουλούδια για τον πατέρα». Θέμα της είναι τα περίφημα τερατώδη ψέματα (παγκόσμιος κοινός τόπος) που λέγονται σε στιγμές κρασοκατάνυξης μεταξύ των ανδρών, σε παρέες ιλαρής ευθυμίας. Είναι εκείνα τα ψέματα που σε κάνουν να χαλαρώνεις και να δένεσαι ακόμα πιο πολύ με τους φίλους σου, σε αντίθεση με τα κακοήθη συνειδητά ψέματα, που απομακρύνουν τους ανθρώπους, κάνοντάς τους καχύποπτους. Στους πανδημικούς καιρούς που ζούμε έχουμε ακούσει και πολλά τέτοια, αλλά εδώ δεν γνωρίζω, εάν ανάγονται και στην επίδραση της οινοποσίας. Η μετάφραση από τα Γερμανικά δική μου.

 Ο Γκουίνο διηγιόταν και πάλι τις περίφημες ψεύτικες ιστορίες του. Έλεγε τέτοια ψέματα με το τσουβάλι, που και οι πάγκοι πάνω στους οποίους καθόμασταν λύγιζαν. Κάναμε όμως σαν να πιστεύαμε κάθε του λέξη, επειδή ήξερε να διηγείται υπέροχα και ζωντανά και εμείς ακούγαμε ευχάριστα τα ανέκδοτά του. Πάνω απ’ όλα όμως, γέμιζε πλουσιοπάροχα τα ποτήρια μας και στο κελάρι του βρισκόντουσαν τα καλύτερα μπουκάλια, πάντα διαθέσιμα για τους φίλους του, ενώ συνήθως τις περισσότερες φορές συμβαίνει το αντίθετο.

«Η πιο συναρπαστική μέρα στη ζωή μου», άρχισε ο Γκουίνο μια καινούργια ιστορία, «ήταν στις 12 Αυγούστου του 1932. Ήμουνα τότε εγκατεστημένος στη Βανγιάγκα, μια από εκείνες τις μικρές καταθλιπτικές κουκκίδες στην άκρη της ερήμου Σαχάρα. Μπορείτε να τη βρείτε στο χάρτη μεταξύ του εικοστού τέταρτου και του εικοστού πέμπτου γεωγραφικού πλάτους.

Ακριβώς τη δωδεκάτη Αυγούστου είχα θυμώσει ξανά με το γιο μου, ο οποίος μου έγραψε από το Πανεπιστήμιο του Έρλανγκεν, όπου σπούδαζε, ότι από τα εκεί διευθετημένα εκπαιδευτικά βοηθήματα του Ινστιτούτου Γεωγραφίας στράβωσε, λέει, τον άξονα της υδρογείου και έπρεπε να τον αντικαταστήσει. Γι’ αυτό ζητούσε την οικονομική μου βοήθεια, κάτι για το οποίο δικαιολογημένα νευρίασα. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Κινέζος μάγειράς μου έφτιαξε πάλι, για το πρωινό,το στρουθοκαμηλαυγό πολύ μελάτο, οπότε έπρεπε να αλλάξω ρούχα μετά. Η μέρα λοιπόν άρχιζε ήδη καλά και καθώς ήμουν, πήγα να ξεφορτωθώ το θυμό μου έξω στην έρημο, χωρίς τουφέκι και όπλο.

Ήμουνα τόσο βαθιά βυθισμένος στο θυμό μου και στις σκέψεις μου, ώστε απομακρύνθηκα όλο ευθεία, μάλλον για αρκετές ώρες, και όταν σήκωσα το βλέμμα, βρέθηκα σε ένα πλατύ αμμουδερό κοίλωμα που δεν με άφηνε να δω τίποτα, ούτε να προσανατολιστώ. Λοιπόν, αναγνώρισα τουλάχιστον το σημείο του ορίζοντα από τη θέση του ήλιου και βάλθηκα να γυρίζω σπίτι. Προς έκπληξή μου, ωστόσο, παρατηρώ ότι μόλις πάω να σηκώσω το πόδι μου είναι αδύνατο, λες και είναι καρφωμένο δυνατά στο έδαφος με κάποιο σφιγκτήρα. Κοιτάζω προς τα κάτω και βλέπω με φρίκη, πώς ένα γιγαντιαίο φίδι έχει τυλιχθεί γύρω από το δεξί μου πόδι και ξεφυσά ερεθισμένο από την κίνησή μου, βγάζοντας τη γλώσσα προς τα πάνω, παίρνοντας φόρα με το κεφάλι του πέρα δώθε για το θανατηφόρο δάγκωμα. Προτού με παραλύσει η θέα το τρόμου, έχω ήδη βάλει το αριστερό μου πόδι ακριβώς πίσω από το επίπεδο, τριγωνικό κεφάλι και προσπαθώ να το πιέσω στο έδαφος. Η μαλακή άμμος υποχωρεί, κάτω από το σώμα του φιδιού, το φίδι τυλίγεται, θέλει να απελευθερωθεί – εκείνη την στιγμή αντηχεί μπροστά μου ένας φοβερός βρυχηθμός σαν βροντή.

Σηκώνω το βλέμμα. Μπροστά μου, λίγα μόλις μέτρα μακριά, στέκεται ένα φοβερό λιοντάρι, με το στόμα διάπλατα ανοιχτό, βρυχάται και ετοιμάζεται να πηδήξει. Κοιτάζω στο πλάι, πώς μπορώ να σώσω τον εαυτό μου. Τότε, μια θεόρατη τίγρη της Βεγγάλης τρέχει από τα δεξιά με μεγάλα άλματα, μου δείχνει τα λευκά της δόντια γρυλίζοντας, μαστιγώνει θυμωμένη την άμμο με την ουρά της. Κοιτάζω προς τα αριστερά, αναζητώντας μια διαφυγή. Εκεί, στέκει μια αγριεμένη ύαινα και αφήνει το αηδιαστικό της γέλιο να αντηχεί, η λαιμαργία να πάρει μέρος σε αυτό το αιματηρό γεύμα είναι ζωγραφισμένη στην κατάστικτη όψη της. Μπροστά μου το λιοντάρι, δεξιά η τίγρη, στα αριστερά η ύαινα, στα πόδια μου το φίδι – που καταφέρνει όλο και περισσότερο να απελευθερώνεται. Και όπως κοιτάζω τώρα πίσω, βλέπω πίσω μου έναν τεράστιο ελέφαντα να κουνά απειλητικά τη θεόρατη προβοσκίδα του προς το κεφάλι μου. Τότε, στρέφω το βλέμμα προς τα πάνω για να ικετεύσω τη βοήθεια του ουρανού, αλλά – τι φρίκη! Από πάνω μου αιωρείται μία γιγαντιαία φάλαινα και δαγκώνει προς εμένα με ορθάνοιχτο το στόμα για να με καταβροχθίσει …»

Ένας τότε από την παρέα μας, κούνησε με δυσπιστία το κεφάλι και διέκοψε:

«Γκουίνο σκέψου, τι μας διηγείσαι. Μια φάλαινα στον αέρα;»

Ο Γκουίνο σταμάτησε, μας κοίταξε όλους γύρω με τη σειρά και είπε αργά, με μια βαθιά προσβολή στη φωνή του:

«Ε, και; Δεν είναι αρκετός ο ενθουσιασμός χωρίς τη φάλαινα;»

Δημοσιεύθηκε στην Uncategorized. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Απάντηση