Και τα ρολόγια στις αίθουσες, πώς σταμάτησαν όλα μαζί;

Μεγάλη Τρίτη πρωί, στο 2ο Γενικό Λύκειο. Ένας μήνας αναστολής της λειτουργίας των σχολείων. Διστακτικά, ανόρεχτα η καγκελόπορτα υποχωρεί μπροστά στο μοναχικό μου σπρώξιμο (νομίζω ότι την άκουσα να τρίζει κιόλας). Στην έρημη αυλή, η φύση λες και βάλθηκε μέσα από κάθε δυνατή χαραμάδα να διαλαλεί περιπαιχτικά την ανενόχλητη παρουσία της. Απελευθερωμένα λουλούδια ή χαιρέκακα ζιζάνια; Αυτή τη φορά, δυσκολεύομαι να απαντήσω στο προφανές. Ανοίγω την κεντρική είσοδο. Απενεργοποίηση του οπλισμένου από χτες συναγερμού – νιώθω ότι είναι ίσως οι πιο περιττές κινήσεις της ζωής μου. Προγραμματισμένα τα βήματα με οδηγούν στους αμίλητους ορόφους επάνω. Και ύστερα κάτω στο βουβό υπόγειο. Το άδειο κουφάρι του κτιρίου χάσκει, έτοιμο να σε καταπιεί ως τέρας. Άκρα του τάφου σιωπή – και θλίψη. Προσπαθώ, εν τούτοις, να παρατείνω όσο γίνεται περισσότερο τούτη την άχαρη επίσκεψη. Να! Ο τοίχος εδώ θέλει βάψιμο, η κουρτίνα εκεί είναι έτοιμη να πέσει – πρέπει να φωνάξω και τον μαραγκό για να περιποιηθεί την ταλαιπωρημένη πόρτα (αχ βρε παιδιά μου, του βήτα τάδε τμήματος…). Και τα ρολόγια στις αίθουσες, μα πώς σταμάτησαν μονομιάς όλα μαζί; Αποκαρδιωτική η προσμονή αισιοδοξεί, μήπως μπορέσει και αφουγκραστεί εγκλωβισμένες παιδικές φωνές, αναζητά παρουσίες φωτεινές διά της σιωπής απουσιών ξαφνικών. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Το αγαθό φως του ηλίου πλημμυρίζει τις αίθουσες, αγκομαχά φιλότιμα να σου αλλάξει τη λεηλατημένη διάθεση, αλλά παντού ακούς μια καταχνιά που θέλει να δραπετεύσει. Πού κρύβονται τα ζωηρά παιδιά μας, σε ποιες άλλες κρυφές αίθουσες, άραγε, περιμένουν οι υπομονετικοί δάσκαλοι; Σε ποιο κακόγουστο «αστείο» βρισκόμαστε όλοι πρωταγωνιστές; Μεγάλη Παρασκευή διαρκείας, παντού. Θα τελειώσει, δεν μπορεί. Το πληκτρολόγιο μοιάζει να μη θέλει να ακολουθήσει άλλο. Φεύγω. Αύριο πάλι.

Δημοσιεύθηκε στην Uncategorized και χαρακτηρίσθηκε , , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Απάντηση