ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ

      Σήμερα θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας, αγαπητοί φίλοι, μία από τις πενήντα περίπου μικρές, ευχάριστες, χιουμοριστικές και με λεπτή ειρωνεία ιστορίες-ευθυμογραφήματα  του Γερμανού συγγραφέα Jo Hanns Rösler (+1966), από τον τόμο (1982) «Λουλούδια για τον πατέρα». Ο τίτλος του πρωτότυπου είναι «Ευημερία στην Ολλανδία». Αξίζει, πιστεύω, τον κόπο να αφιερώσετε λίγο χρόνο για να το διαβάσετε. Είναι πολύ σύντομο. Όπως θα δείτε, οι συσχετίσεις, οι συνειρμοί και οι αναλογίες με τα καθ’ ημάς δεν αποφεύγονται με τίποτα.  Η μετάφραση από τα Γερμανικά είναι δική μου.

– «Μα, αυτό όμως είναι αδύνατον».

– «Είναι όμως γεγονός».

– «Ισχυρίζεστε, λοιπόν, ότι τα τελευταία δύο χρόνια, παρά τη γενική οικονομική κρίση, σε μία πόλη έξι χιλιάδων κατοίκων έχετε μόνον τρεις φτωχούς;»

– «Ναι» έγνεψε ο Δήμαρχος. «Ο ένας είναι ένας φτωχός διάβολος, που έχασε τα πάντα στη ζωή. Εδώ και δέκα χρόνια ζει από το Γραφείο Κοινωνικής Ευημερίας. Και οι άλλες δύο είναι δύο άρρωστες γυναίκες πάνω από ογδόντα χρονών».

– «Κι αν πεθάνουν;»

– «Θα έχουμε έναν μόνον ακόμα φτωχό στην πόλη».

Αυτός ο διάλογος διεξήχθη στις 30 Φεβρουαρίου του 1932 μεταξύ του Δημάρχου μιας μεσαίας μικρής πόλης και ενός ξένου. Χτες, ο ξένος επέστρεψε πάλι σ’ αυτή την περιοχή.

– «Τι κάνουν οι φτωχοί σου;»

– «Βρισκόμαστε στη μεγαλύτερη αμηχανία», ξέσπασε ο Δήμαρχος αναστατωμένος. Μόλις έχω καλέσει τους δημοτικούς Συμβούλους σε συμβούλιο. Σκεφτείτε τη δυσάρεστη θέση μας: οι δύο γριές γυναίκες πέθαναν τον Ιανουάριο, με μικρή διαφορά η μία μετά την άλλη. Μας έμεινε μόνον ο ένας φτωχός, ένας κάποιος κύριος Μάρτιν Μορ. Και μόλις δα έρχεται η είδηση ότι του Μάρτιν Μορ του έτυχε μια κληρονομιά που του εξασφαλίζει τετρακόσια φιορίνια σύνταξη».

– «Μα αυτό είναι υπέροχο».

– «Αυτό είναι φρικτό!» αναστέναξε ο Δήμαρχος. «Όταν ο Μάρτιν Μορ, ο τελευταίος μας φτωχός, σταματήσει να είναι φτωχός, το χάος θα ξεσπάσει σε όλη τη διοίκηση της πόλης μας. Αμέτρητοι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να συνταξιοδοτηθούν, λόγω έλλειψης εργασίας. Η σύγχρονη επιτευχθείσα Ευημερία μας θα ήταν εντελώς περιττή. Το φτωχόσπιτο, το οποίο κατοικείται ακόμα τουλάχιστον από τον Μάρτιν Μορ, στέκεται ξαφνικά εκεί ερημωμένο. Οι υπάλληλοι που εργάζονται εκεί θα μείνουν χωρίς δουλειά και θα γίνουν από την πλευρά τους πάλι βάρος για την πόλη, ενώ ήταν μέχρι τώρα φορολογούμενοι πολίτες. Η αστυνομία Κοινωνικής Ευημερίας, την οποία ήδη -κάτι που ήταν πολύ δύσκολο- μετά το θάνατο των δύο γυναικών την επικεντρώσαμε γύρω από τον τελευταίο μας φτωχό, χάνει επίσης τη νομιμοποίησή της. Θα αποκτούσαμε έναν μεγάλο αριθμό αργόσχολων, οι οποίοι λόγω υπερβολικά ελεύθερου χρόνου θα έκαναν μεγαλύτερη χρήση του χρήματος, την οποία όμως χρήση δεν θα μπορούσαν να καλύψουν με τις χαμηλές τους συντάξεις. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, μέχρι σήμερα απασχολούνταν ογδόντα επτά μισθωτοί με τον φτωχό μας, στο ταμείο, στην τήρηση βιβλίων και στις εξωτερικές υπηρεσίες. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, εξ αιτίας αυτής της παράξενης κληρονομιάς θα μείνουν άνεργοι και θα γίνουν λίγο ή πολύ βάρος της πόλης».

– «Και τι σκοπεύετε να κάνετε;»

– «Έχω μια ιδέα», είπε ο Δήμαρχος.

Ο Μάρτιν Μορ καθόταν έξω από την πόρτα του φτωχόσπιτου. Ο φύλακας τού έφερε τη σούπα.

– «Αλευρόσουπα», μύρισε ο φτωχός ανόρεχτα.

Ο υπάλληλος απαγόρευε τέτοιες αντιρρήσεις:

– «Τρέφεστε από το Γραφείο Κοινωνικής Ευημερίας, κύριε Μορ. Άλλοι άνθρωποι πρέπει να εργαστούν για το φαγητό τους, Μορ. Καταλαβαίνεις;»

Ο Μάρτιν Μορ έσκυψε το κεφάλι και πήρε σιωπηλός το κουτάλι του. Έφαγε. Ξαφνικά, είδε τρεις κυρίους να τον πλησιάζουν.

– «Καλησπέρα, κύριε Μορ», χαιρέτισαν οι κύριοι ευγενικά.

– «Καλησπέρα, κύριε Δήμαρχε» είπε έκπληκτος ο φτωχός και αμέσως πήρε μια θέση υποταγής, όπως είχε μάθει στα χρόνια της προσφερόμενης προς αυτόν Ευημερίας του.

– «Μα παρακαλώ, μη σηκώνεστε κύριε Μορ!» αντέτειναν οι κύριοι και του έδωσε ο καθένας το χέρι. «Είστε ήδη ένας γέρος άνθρωπος. Θέλετε να καπνίσετε ένα πούρο;»

Ο Μάρτιν Μορ στην αρχή δεν κατάλαβε καλά. Έπρεπε να του το πουν δυο φορές.

– «Ευχαριστώ», πήρε τότε φοβισμένος ένα ολόκληρο πούρο από τη δημαρχιακή κασετίνα. Ο δημοτικός Σύμβουλος τού έδωσε ένα ασημένιο ψαλίδι.

– «Θέλετε φωτιά, κύριε Μορ», ο Δήμαρχος τού κράτησε ένα αναμμένο σπίρτο. Αυτό ήταν πάρα πολύ, για έναν άνθρωπο που για χρόνια είχε ασκηθεί στην ταπεινότητα.

– «Ωραία, τι θέλετε από μένα;» ξέσπασε. «Τι θέλετε λοιπόν; Μα, τι έχω κάνει πάλι;»

– «Μα αγαπητέ μου, καλέ μου κύριε Μορ» τον καθησύχασε ο Δήμαρχος «γιατί είστε τόσο αναστατωμένος; Σας φέρνουμε ένα ευχάριστο μήνυμα. Έχετε μια κληρονομιά».

– «Εγώ;»

– «Ναι. Μία μηνιαία σύνταξη τετρακοσίων φιορινίων».

– «Τετρακόσια φιορίνια; Σε έναν και μόνο μήνα; Αυτό είναι βέβαια περίπου δεκατρία φιορίνια την ημέρα. Πού είναι τα χρήματα; Πότε μπορώ να τα πάρω;»

– «Οποιαδήποτε στιγμή, αν θέλετε. Μόνο…»

– «Μόνο; Τι μόνο;»

– «Βλέπετε, κύριε Μορ», ο Δήμαρχος πήρε τώρα τη διαθήκη από την τσέπη του, «γιατί χρειάζεστε τα χρήματα; Χρόνια τώρα ζείτε χαρούμενος εδώ. Σας προστατεύουμε από ασθένειες και εντάσεις, έχετε το όμορφο δωμάτιο σας, το καθαρό σας κρεβάτι, το καλό φαγητό σας».

– «Ναι. Αλευρόσουπα κάθε μέρα», διέκοψε ο φτωχός.

– «Αυτό συνέβη μόνον για σύγχρονους διατροφικούς λόγους, για το καλό σας. Μπορείτε όμως να έχετε στο μέλλον, ό,τι επιθυμείτε».

– «Και σνίτσελ, κύριε Δήμαρχε;»

– «Και σνίτσελ, όσο συχνά θέλετε».

– «Κάθε μέρα;»

– «Κάθε μέρα, κύριε Μορ, στην περίπτωση που παραιτηθείτε από την κληρονομιά».

– «Αλλά γιατί να παραιτηθώ; Γιατί πρέπει να συνεχίσω να επιβαρύνω την πόλη, όταν μπορώ να αγοράσω τα πάντα μόνος μου;»

– «Αυτό δεν το καταλαβαίνετε κύριε Μορ. Πρόκειται για εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις. Εσείς κύριε Μορ, αντιπροσωπεύετε ένα σημαντικό πρόσωπο για την ουσία της τοπικής μας κοινότητας. Σας χρειαζόμαστε ακριβώς φτωχό. Αν αποδεχτείτε τώρα την κληρονομιά, μας λείπετε. Αν όμως παραιτηθείτε, θα κάναμε τα πάντα για να σας εξασφαλίσουμε ηλιόλουστα γηρατειά».

– «Χρειάζομαι όμως και ένα καινούργιο κοστούμι και ένα παλτό».

– «Θα σας τα εξασφαλίσω από το Ταμείο Κοινωνικής Ευημερίας».

– «Και στ’ αλήθεια θα ήθελα επίσης, που και που, να πηγαίνω στον κινηματογράφο, κάτι που τώρα δεν θα μπορούσα να κάνω, και επίσης λένε ότι υπάρχουν κάτι ραδιοσυσκευές που μπορεί κανείς να ακούει μουσική».

– «Σ’ αυτά θα συμφωνήσουμε κύριε Μορ. Σας κάνουμε την εξής πρόταση: Εάν παραιτηθείτε από την κληρονομιά και υπογράψετε αυτήν την παραίτηση, η πόλη δεσμεύεται εγγράφως να σας παρέχει κάθε χρόνο ένα καινούργιο κοστούμι, ένα παλτό επίσης, παπούτσια και πουκάμισα και καπέλο. Θα λάβετε, επιπλέον, ένα δωρεάν εισιτήριο για όλους τους κινηματογράφους της πόλης και στο δωμάτιό σας θα τοποθετηθεί μία ραδιοφωνική συσκευή. Το φαγητό θα περιλαμβάνει σούπα, ψάρι, ψητό και επιδόρπιο. Καθορίστε εσείς κάθε φορά το εκ των προτέρων εβδομαδιαίο μενού. Εκτός αυτού, θα λαμβάνετε ένα μικρό εβδομαδιαίο ποσό τριάντα φιορινίων για να το κάνετε ό,τι θέλετε. Έχουμε υπολογίσει ότι οι εγγυημένες και εξαιρετικές επιχορηγήσεις που σας δίνουμε θα πρέπει να υπερβαίνουν τη σύνταξη, αν την αρνηθείτε, κατά εκατό φιορίνια και ελπίζουμε ότι συμφωνείτε».

Ο Μάρτιν Μορ συλλογίστηκε για λίγο.

– «Θα μου το δώσετε γραπτώς;» ρώτησε τότε.

– «Σίγουρα. Ενώ υπογράφετε τη δήλωση παραίτησης, θα σας ετοιμάσει ο κύριος δημοτικός Σύμβουλος το συμβόλαιο».

Τότε ο Μάρτιν Μορ είπε:

“Κύριοί μου, συμφωνώ”.

Οι δύο δημοτικοί Σύμβουλοι και ο Δήμαρχος ανάσαναν ανακουφισμένοι.

– «Αλλά έχω ακόμα έναν όρο» συνέχισε ο Μάρτιν Μορ.

– «Ακόμα έναν;»

– «Ο φύλακας εδώ στο φτωχόσπιτο, με έκανε τα τελευταία δέκα χρόνια να αισθάνομαι ότι ήμουν ένας φτωχός διάβολος. Για τιμωρία του, πρέπει τώρα να με χαιρετά κάθε πρωί και να μου λέει «κύριε Μορ». Το απαιτώ γραπτώς».

– «Εντάξει, δεν έχω αντίρρηση Μορ» έγνεψε ο Δήμαρχος. Γράψτε το και αυτό ακόμα, κύριε δημοτικέ Σύμβουλε».

Τελικά, ο Μάρτιν Μορ υπέγραψε την παραίτηση από την κληρονομιά του και έτσι η μικρή ολλανδική πόλη γλύτωσε το χάος και κράτησε τον φτωχό της, για τους ογδόντα επτά μισθωτούς που απασχολούνταν στο ταμείο, στην τήρηση βιβλίων, στη στατιστική και στις εξωτερικές υπηρεσίες.

Δημοσιεύθηκε στην Uncategorized. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Απάντηση