Συμφωνήσαμε με τη FYROM σε εθνικότητα, ιθαγένεια ή σε υπηκοότητα;

[Στην εφημερίδα “Πατρίς“]

Συμφωνήσαμε με τη FYROM σε εθνικότητα, ιθαγένεια ή σε υπηκοότητα;

Τώρα που έπεσε ο πολύς κουρνιαχτός, ας δούμε τα πράγματα πιο ψύχραιμα. Στο αγγλικό κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών με τη FYROM και στο άρθρο 1, παρ. 3,b χρησιμοποιείται όρος nationality, τον οποίο το ελληνικό κείμενο μεταφράζει ως «ιθαγένεια», όπως πράγματι αποδίδεται και στην επίσημη ελληνική μετάφραση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ.

Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ) καθένας δικαιούται να έχει μία εθνικότητα-ταυτότητα-υπηκοότητα, την οποία δεν μπορεί κανείς να του στερήσει αυθαίρετα αλλά ούτε και να του αρνηθεί το δικαίωμα να την αλλάξει. Ο όρος που χρησιμοποιείται είναι το nationality. Για το citizenship (υπηκοότητα) δεν γίνεται λόγος στην ΟΔΔΑ, αν και η λέξη υπάρχει ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα. Το «γιατί» με προβληματίζει. Άλλωστε, από γλωσσικής πλευράς είναι μία πιο στενή έννοια. Αυτό που δηλώνει έχει να κάνει με τις σχέσεις του πολίτη προς το κράτος, με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Δεν συνοδεύεται κατ’ ανάγκην από nationality-εθνικότητα-ταυτότητα, όροι οι οποίοι γλωσσικά και εν τη γενέσει τους προφανώς έχουν πιο διευρυμένη σημασία. Θεωρώ, επομένως, ότι στην ΟΔΔΑ του ΟΗΕ το δικαίωμα σε nationality – ταυτότητα, με το να ανάγεται σε βασικό και καθολικό ανθρώπινο δικαίωμα, αναφέρεται στο επέκεινα του citizenship (υπηκοότητα), στον χώρο δηλαδή του αυτοπροσδιορισμού και του σεβασμού της επιλογής.

Η νομική διάσταση του θέματος είναι σαφής, αν και τα κράτη έχουν σε αυτό το σημείο διαφορετική προσέγγιση ως προς τις μεταφράσεις. Ξεκινώ πάντα από τη χρήση του nationality και από τα συμπαρομαρτούντα που επικαλύπτει. Άλλοι το λένε «ιθαγένεια» και άλλοι «υπηκοότητα», όπως η Κύπρος και η Γερμανία. Στη μεγάλη Βρετανία, κάτω από το nationality αναγράφεται «Βρετανός πολίτης».

Είναι αλήθεια, πάντως, ότι αν κοιτάξει κανείς τις ταυτότητες που χορηγεί η ελληνική πολιτεία στους πολίτες του ελληνικού κράτους, ο όρος nationality αποδίδεται με το «ιθαγένεια» και όχι με το «εθνικότητα». Πράγματι, τα ευνομούμενα κράτη μέσα σε πνεύμα ανθρωπισμού και κατανόησης μπορούν να προστατεύουν τους ανθρώπους, δίνοντας πολιτικά δικαιώματα σε αδικημένους και κατατρεγμένους, σε παράνομους, σε ανθρώπους που αναζητούν προστασία και εργασία. Εδώ είναι που φαίνεται η διαφορά δημοκρατίας και αυτό είναι που ενδιαφέρει. Είναι δηλαδή υποχρέωση των κρατών που υπογράφουν την  ΟΔΔΑ να εξετάζουν το δικαίωμα των ανθρώπων στην προστασία. Σημαίνει όμως μόνο αυτό;

Από την άλλη, ως προς την ετυμολογία, η «ιθαγένεια» είναι ένα σκαλί παραπάνω από τον καθαρά νομικής υφής όρο υπηκοότητα – citizenship. Ειδικά, όταν «ιθαγενής» είναι ο ντόπιος, αυτός που έλκει από τον τόπο τη γενεαλογική καταγωγή του. Δεν είναι, κατά το αρχαίον, ούτε έπηλυς ούτε νέηλυς. Η νομική επομένως απόδοση του nationality ως «ιθαγένεια» μπορεί μεν να δεσμεύει νομικά αλλά οι λαοί και η γλωσσική ιστορία έχουν άλλη άποψη. Είναι σαν να απαιτεί η δικαστική εξουσία να αφαιρεθεί από το στόμα του κόσμου η λέξη λαθρομετανάστης, ας πούμε. Το πόσο βαρύνουσα σημασία έχει λοιπόν σε τέτοιες περιπτώσεις η νομική επιστήμη για την κοινωνική αποτύπωση και χρήση των γλωσσικών σημασιών είναι σημείον αντιλεγόμενον.

Δεν είμαι νομικός. Εδώ όμως υπάρχει η γλώσσα που ξεχειλίζει και ξεχειλώνει. Επιμένω ότι το nationality δεν είναι θέμα μιας απλής απόδοσης στη μετάφραση και ξεμπερδέψαμε. Υπάρχουν εγγενείς συνυποδηλώσεις στις λέξεις. Ο προβληματισμός μου είναι γλωσσικός. Ας πάρουμε την προσωπική μου περίπτωση. Έχω δύο ταυτότητες. Μία κυπριακή και μία ελλαδική. Και ενώ έχω μία εθνικότητα ως Έλληνας, έχω όμως δύο υπηκοότητες. Στην κυπριακή μου ταυτότητα το nationality μεταφράζεται ως «υπηκοότητα», σε αντίθεση με την ελλαδική που γράφει «ιθαγένεια». Σε αυτή την περίπτωση, τι είναι αυτό που δένει την Ελλάδα με την Κύπρο; Σίγουρα όχι η υπηκοότητα, εάν μεταφράσουμε έτσι το nationality. Νιώθω, πάντως, ότι μόνον η ελλαδική μου ταυτότητά με προσδιορίζει ως Έλληνα. Είναι αυτό το ίθα- και η ετυμολογία του. Ο αυτόχθων. Το «υπηκοότητα» της κυπριακής με προσδιορίζει μόνον ως πολίτη του κυπριακού κράτους. Την ίδια σαφήνεια έχουν και οι Γερμανοί με το Staatsangehoerigkeit (= citizenship – υπηκοότητα) οι οποίοι, για ευνόητους λόγους, επέλεξαν μετά τον Χίτλερ να μην γίνεται αναφορά στο έθνος. Θα μπορούσα να ήμουν Τουρκοκύπριος. Υπήρχε και ένα σχέδιο Ανάν που ήθελε να κατασκευάσει κυπριακό έθνος. Είμαι σίγουρος ότι τότε θα μιλούσαμε με όρους nationality. Ή μήπως το Κυπριακό πρόβλημα θα λυνόταν πιο εύκολα, εάν δεν θα έπρεπε να έχω καμία εθνικότητα; Η απόδοση δηλαδή του natiοnality, μια χαρά συμβαδίζει με τα έθνη-κράτη. Και έτσι τελειώνουμε. Μας καλύπτει;

Είναι βαριά η έννοια του έθνους στη γλώσσα μας. Οι νομικές μεταφραστικές συμφωνίες δεν είναι η ζωντανή γλώσσα που αναπτύσσεται και νοηματοδοτείται στη φυσική της εξέλιξη. Η ένστασή μου, με την αναφορά στην ΟΔΔΑ, ξεκινά από το σημαινόμενον του ίδιου του κειμένου και όχι από το σημαίνον που επιλέγεται στην ελληνική μετάφραση. Τα πράγματα εκεί είναι σαφή.

Το ατομικό αυτό ανθρώπινο δικαίωμα, με τη ντε φάκτο επιλεγείσα μετάφραση του nationality ως «ιθαγένεια» (με όλο το βάρος που γλωσσικά περικλείει) παραχωρήθηκε σε μία κρατική οντότητα, η οποία μπορεί να το κάνει ό,τι θέλει και με τη βούλα της ΟΔΔΑ. Μεταφέροντας το ατομικό στο συλλογικό. Άλλο τα άτομα όμως και άλλο οι λαοί.

Με τρομάζει η διεισδυτική δύναμη της γλώσσας. Οι σημασίες πολιορκούν τις γενεές και κερδίζουν πολέμους. Οι γείτονες ήδη θριαμβολογούν. Ομιλούν για κατοχύρωση ταυτότητας και γλώσσας. Πόσο αυτόχθονες (ιθαγένεια) είναι οι φίλοι μας οι Σλαβομακεδόνες στη Μακεδονία, σε έναν τόπο που υπήρχε ως όνομα 1000 χρόνια πριν από αυτούς; Με μία υποσημείωση στον όρο nationality θα ελύνοντο οι όποιες αμφιβολίες: εννοούνται οι πολίτες/υπήκοοι της «Βόρειας Μακεδονίας». Επιμένω λοιπόν, σε σχέση πάντα με τα ανθρώπινα δικαιώματα, ότι στο αγγλικό κείμενο εμείς τους αναγνωρίσαμε κάτι πολύ περισσότερο από υπηκοότητα/ιθαγένεια. Και για να μην παρεξηγούμαστε. Η σύνθετη ονομασία ήταν μονόδρομος. Θεωρώ όμως ότι υπάρχουν αλλού σοβαρά θέματα.

Δώσαμε και κάτι παραπάνω. Στο κάτω κάτω, σύμφωνα με το πνεύμα της  ΟΔΔΑ, ζήτημα ανταπόκρισης ή όχι στο ατομικό δικαίωμα του nationality υφίσταται μόνον από το κράτος προς το οποίον απευθύνεται ο ενδιαφερόμενος. Γιατί έπρεπε να υπάρχει και η δική μας συναίνεση; Διακρατικές, διεθνείς συμφωνίες, θα πει κανείς. Γιατί οι φίλοι μας να ζητούν να τους επιτρέψουμε κάτι που είναι δική τους αρμοδιότητα; Η απάντηση είναι απλή. Επειδή αυτό που θέλουν ΔΕΝ είναι μόνο δική τους υπόθεση. Γιατί υπάρχει διάσταση -και εκ του πονηρού- μεταξύ του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία» και του σκέτου επιθέτου μακεδονικός – macedonian. Επιπλέον, ο συνδυασμός του macedonian με το natiοnality υπερβαίνει τα σύνορα, όχι μόνο των γλωσσικών σημασιών. Παραπέμπει σε εθνοτική καταγωγή. Μα και η ίδια η μετάφραση του nationality στα «Σλαβομακεδονικά» είναι το ετυμολογικά ταυτόσημο nacionalnost. Το πολύ πολύ τα δικαστήρια να τραβήξουν ύστερα τη μέση γραμμή. Εδώ ακριβώς θεωρώ ότι υπάρχει θέμα. Για μένα, εφ’ όσον στο αγγλικό κείμενο της συμφωνίας των Πρεσπών χρησιμοποιείται ο όρος nationality στη FYROM αναγνωρίσαμε, ως ένα επικίνδυνο βαθμό τουλάχιστον,  «εθνικότητα – ταυτότητα».

Δημοσιεύθηκε στην Uncategorized. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Απάντηση