Φιλευσπλαχνία ή ο φερετζές της Αυγής

Εφημερίδα, Πατρίς, 23/11/2020

[Ακόμα μία σύντομη, χιουμοριστική διήγηση λεπτής ειρωνείας, από τη φαντασία του Γερμανού συγγραφέα Jo Hanns Rösler (+1966) στον τόμο (1982) «Λουλούδια για τον πατέρα», σε δική μου μετάφραση από τα Γερμανικά. Θέμα της είναι από τη μια ο εθελοντισμός και η άδολη προσφορά προς την κοινωνία και από την άλλη το ψέμα, η απάτη, το θράσος και το πώς εκμεταλλεύονται μερικοί τους καλοκάγαθους και έτοιμους για προσφορά συνανθρώπους μας. Τραγική ιστορία, θα τη χαρακτήριζα συγχρόνως. Ο πρωτότυπος τίτλος είναι «Φιλευσπλαχνία». Μετά όμως από την αήθη επίθεση γνωστής εφημερίδας στις εθελόντριες νοσηλεύτριες που στρατεύθηκαν για να βοηθήσουν στη μάχη εναντίον της πανδημίας, αναγκάστηκα να συμπληρώσω τον τίτλο, κάνοντας χρήση των ευγενών υλικών που προσφέρθηκαν απλόχερα από την εφημερίδα, με την ελπίδα μήπως και γίνει κατανοητό ότι τα πρόσωπα είναι -με το ήθος και την ακεραιότητά τους- που χρεώνονται είτε το φως, είτε το σκότος και όχι κανένα «σύστημα»]

Χτύπησε το κουδούνι.

Ένας μικροαστός μπήκε στο δωμάτιο.

Φαινόταν ότι ήταν ένας μικροαστός. «Έχω την τιμή να ομιλώ με την κ. Γκράουερτ;» ρώτησε. Η ωριμοτάτη δεσποινίς σήκωσε ξαφνιασμένη το βλέμμα της από τις άσπρες κάλτσες που έπλεκε ως αναπτυξιακή βοήθεια για τους μαύρους νέγρους.

«Με γνωρίζετε;»

«Ποιος δεν σας γνωρίζει, δεσποινίς Γκράουερτ» αντέτεινε ο μικροαστός, «όλη η πόλη μιλά για τα καλά σας έργα! Πόσα δάκρυα έχετε ήδη στεγνώσει, πόσο πόνο καταπραΰνει, πόσες ανάγκες ανακουφίσει! Γι’ αυτό έρχομαι σήμερα σε σας…».

H δεσποινίς Γκράουερτ ανακάθισε έκπληκτη. Περιεργάστηκε τον καλοντυμένο άντρα που στεκόταν μπροστά της. Ήταν στρογγυλός, γεμάτος, η καλή ζωή ξεχείλιζε σχεδόν από τις ραφές του κουστουμιού του.

«Εσείς;» ρώτησε έκπληκτη.

«Δεν έρχομαι για μένα!» είπε ο μικροαστός γρήγορα «αλλά εδώ κοντά σας ζει σε μια άθλια, φτωχική σοφίτα -η βροχή μπαίνει μέσα από τη στέγη, ο αέρας φυσά από τα παράθυρα, η παροχή του νερού στάζει και η σόμπα καπνίζει- ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Παιδιά δεν υπάρχουν. Και συγγενείς; Θεέ μου, ξέρετε βέβαια, πώς είναι οι συγγενείς!».

Η συγκίνηση έπνιξε τη φωνή του.

Σκούπισε κρυφά ένα δάκρυ από τα μάτια.

«Οι φτωχοί ηλικιωμένοι άνθρωποι με λυπούν βέβαια τόσο πολύ!» αναστέναξε, «και το χειρότερο: εδώ και οχτώ Εβδομάδες, οι φτωχοί ηλικιωμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να πληρώσουν πλέον το νοίκι τους. Ο ιδιοκτήτης πρέπει τώρα να τους πετάξει στο δρόμο, ναι, ναι…».

Η δεσποινίς Γκράουερτ δίπλωσε ταραγμένη τα καλά της χέρια.

«Τι αντικοινωνικό! Καθόλου καρδιά δεν έχει το αφεντικό;»

Ο μικροαστός έκανε διακριτικά ένα βήμα πιο κοντά.

«Ακόμα και ένας ιδιοκτήτης δεν ζει σήμερα βίον ανθόσπαρτο, σκεφτείτε μόνο τον μαύρο, γκρίζο, φαύλο κύκλο», είπε, «όλα ακριβαίνουν. Πρέπει από τα ενοίκια να πληρώσει τους φόρους του, το φως της σκάλας, την αποκομιδή των σκουπιδιών, το νερό, πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του την προστασία του περιβάλλοντος και την οικονομική του επιβάρυνση – εκτός από τις επιδιορθώσεις και λοιπές εισφορές, με τα οποία επιβαρύνεται σήμερα ένας ιδιοκτήτης. Όχι, σίγουρα δεν μπορεί κανείς να προσάψει καμία κατηγορία στον ιδιοκτήτη. Όμως, από πού θα βρουν τα λεφτά οι δύο φτωχοί άνθρωποι που παίρνουν μόλις διακόσια μάρκα και χρωστούν; Πρέπει βέβαια κάτι να γίνει. Στην πόλη μας ζουν μεγαλόψυχοι άνθρωποι, άνθρωποι καλόκαρδοι (είπα στον εαυτό μου) σε αυτούς θα πάω. Ίσως δώσει ο καθένας κάτι, ώστε να συγκεντρώσουμε το ενοίκιο για τους δυστυχείς ηλικιωμένους ανθρώπους για να μπορέσουν να μείνουν στο σπίτι. Τρακόσια μάρκα έχω ήδη τώρα διαθέσιμα, λείπουν μόνο διακόσια μάρκα – μπορώ ίσως να απευθυνθώ στην καλή σας καρδιά δεσποινίς Γκράουερτ;».

H δεσποινίς Γκράουερτ έβγαλε το μικρό κεντημένο της πορτοφόλι.

«Είστε ένας καλός άνθρωπος κύριε…».

«Κλάγκεμαν, Κουρτ Κλάγκεμαν, το όνομά μου».

«Είστε ένας καλός άνθρωπος, κύριε Κλάγκεμαν. Ορίστε εκατό μάρκα».

«Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ εκ βαθέων, εξ ονόματος των δύο ηλικιωμένων φτωχών ανθρώπων, που τώρα μπορούν να μείνουν στο σπίτι».

«Λοιπόν, πώς μάθατε για την ανάγκη των δύο ηλικιωμένων; Είστε φίλος τους;».

«Φίλος; Όχι, δεν μπορεί να το πει κανείς».

«Ένας συγγενής, ίσως;».

«Συγγενής; Όχι, δεν μπορεί να το πει κανείς».

«Μήπως ο γείτονας, ίσως;».

«Όχι, επίσης όχι».

«Λοιπόν, ποιος είστε τότε;»

Το πρόσωπο του μικροαστού άστραψε:

«Είμαι ο ιδιοκτήτης».

Δημοσιεύθηκε στην Uncategorized και χαρακτηρίσθηκε , , , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Απάντηση