-
Πρόσφατα άρθρα
- Η κόπρος των αιγοπροβάτων
- Περί γλωσσικού σημείου, ακροαματικής φωνητικής, «Αστερομάτας» και Πεντηκοστής
- Την Ευρώπη και τα μάτια μας
- Όταν τα μυαλά των δικαστών φλέγονται, οι αποφάσεις καίγονται
- Σπαράγματα της γλυκείας χώρας
- Ποιος έχει μεγαλύτερη εξουσία, ο Πρόεδρος της Βουλής ή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας;
- Βαθμός μαθητικής συμπεριφοράς στα σχολεία για την προαγωγή
Πρόσφατα σχόλια
- Αβερράνδος στο Δεν μπορώ να αναπνεύσω πια εδώ μέσα
- Αβερράνδος στο Δεν θέλω να δω το Famagusta
- Κώστας N. Κωνσταντίνου στο Αλλοίωση και φθορά στην Τράπεζα Θεμάτων
- ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΙΦΝΙΑΔΟΥ στο Αλλοίωση και φθορά στην Τράπεζα Θεμάτων
- Επισκέπτης στο Τώρα που ανακατεύτηκε η τράπουλα, όλοι τρέχουν και δεν προλαβαίνουν
- Κώστας N. Κωνσταντίνου στο Τώρα που ανακατεύτηκε η τράπουλα, όλοι τρέχουν και δεν προλαβαίνουν
- Επισκέπτης στο Τώρα που ανακατεύτηκε η τράπουλα, όλοι τρέχουν και δεν προλαβαίνουν
Ετικέτες
- Αιγαίο
- Ελλάδα
- Ελληνισμός
- Ευρώπη
- Θράκη
- Ιστορία
- Κύπρος
- Λύκειο
- Μικρασία
- ΝΔ
- ΟΛΜΕ
- ΠΑΣΟΚ
- Παιδεία
- ΣΥΡΙΖΑ
- Τουρκία
- Φίλης
- αλληλεγγύη
- αξιοκρατία
- αξιολόγηση
- γεωπολιτική
- γιαγιά
- γλώσσα
- δημοκρατία
- δημοσιογράφοι
- δημοψήφισμα
- εκπαίδευση
- εξετάσεις
- εξουσία
- επιστήμη
- ηθική
- καταλήψεις
- κοινωνία
- κυβέρνηση
- λαϊκισμός
- μετανάστες
- μνημόνιο
- μόδα
- πατρίδα
- προπαγάνδα
- πρόσφυγες
- συνδικαλισμός
- σχολείο
- σύνταγμα
- φιλοσοφία
- ψέμα
Αναζήτηση
Select your language
Περί γλωσσικού σημείου, ακροαματικής φωνητικής, «Αστερομάτας» και Πεντηκοστής
Η επικρατούσα θεωρία του γλωσσικού σημείου διακρίνει μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομαίνου. «Σημαίνον» είναι οι διαφορετικοί ήχοι, τα γράμματα, οι φθόγγοι ας πούμε, που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε έννοιες και να συνεννοηθούμε. «Σημαινόμενο» είναι αυτό που δηλώνεται με το σημαίνον. Πρακτικά, τι είναι αυτό; Ενώ συνήθως τα σημαινόμενα είναι μεταξύ των ανθρώπων λίγο ή πολύ κοινά, αντίθετα τα σημαίνοντα διαφέρουν πολύ. Για παράδειγμα, όλοι γνωρίζουμε την έννοια τραπέζι (σημαινόμενο) αλλά όμως χρησιμοποιούμε οι ανά την υφήλιον άνθρωποι διαφορετικά σημαίνοντα (λέξεις) για να το δηλώσουμε (Αγγλικά, Γερμανικά, Τουρκικά …). Εδώ είναι η δυσκολία, όταν μαθαίνουμε ξένες γλώσσες. Πρέπει να μάθουμε τα πάμπολλα σημαίνοντα της κάθε μιας.
Η επεξεργασία της φωνής είναι καθοριστική. Να πούμε πρώτα ότι τρία είναι τα είδη της φωνητικής: η αρθρωτική, η ακουστική και η ακροαματική. Η αρθρωτική φωνητική ασχολείται με τα ανθρώπινα φωνητήρια όργανα που συμμετέχουν στην παραγωγή ενός ήχου (π.χ. στο «π» συμμετέχουν τα χείλη, στο «κ» ο ουρανίσκος) ενώ η ακουστική φωνητική μελετά τα φυσικά χαρακτηριστικά των ήχων της ομιλίας ως ηχητικά κύματα, εστιάζει δηλαδή στον ίδιο τον ήχο αφού παραχθεί, ανεξάρτητα από το πώς παράγεται ή πώς γίνεται αντιληπτός (π.χ. το «φ» σε σχέση με το «π» έχει διάρκεια, το «β» έχει ηχηρότητα). Από την άλλη, η ακροαματική φωνητική εξετάζει το πώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος επεξεργάζεται τους ήχους της γλώσσας μέσω της ακοής και των αυτιών ώστε να γίνονται αντιληπτοί από τον ακροατή, μελετά δηλαδή το πώς αναγνωρίζει τους ήχους και τα φωνήματα ο άνθρωπος (σε τι διαφέρει ας πούμε το «π» από το «β»). Η ακροαματική φωνητική έχει και υποκειμενική διάσταση, αφού η συχνότητα, η ένταση, η διάρκεια και το φάσμα ενός ήχου, τα προβλήματα ακοής, οι ασάφειες, τα διφορούμενα και τα συμφραζόμενα καθορίζουν το προσλαμβανόμενο αποτέλεσμα, το τι ακούει στα αυτιά του ο καθένας και πώς το αξιολογεί.
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι οι διαφορετικές τελικές μας απόψεις ως προς τα καλύτερα τραγούδια στο φετινό διαγωνισμό της Γιουροβίζιον, έχουν ισχυρή την παρουσία της ακροαματικής φωνητικής, σφραγισμένης μάλιστα με πολιτικές, κοινωνικές και ιστορικές διαστάσεις – με έντονους συνειρμούς. Όλα αυτά βεβαίως επηρεάζουν αναλόγως. Σε αυτή την περίπτωση (όπως και σε πολλά άλλα, στις γεύσεις π.χ.) δεν είναι θέμα ψηφοφορίας, ούτε τίθεται θέμα ειδικού. Η «Αστερομάτα» λοιπόν μίλησε πρώτα στο ιδιαίτερο μουσικό αυτί του καθενός, με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Οι μνήμες που ξεδίπλωσε ήταν καίριες για την καθολική σχεδόν αποδοχή που εισέπραξε σε Ελλάδα και Κύπρο. Ύστερα ήλθε η προσωπική Αισθητική -η οποία ακούει τη Λογική υπομειδιώντας- ως η αξιολόγηση όσων εμπίπτουν στις αισθήσεις μας.
Στην περίπτωση τώρα της μεγάλης εορτής της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος η ακροαματική φωνητική ενδιαφέρει ιδιαίτερα και πολύ περισσότερο. Στην πρώτη ευχή της δεύτερης γονυκλισίας, κατά τον Εσπερινό του Αγίου Πνεύματος, ακούμε «τήν θεογνωσίαν, ἰδίᾳ διαλέκτῳ, εἰς ἀκοήν ὠτίου δεξάμενοι» που σημαίνει» δεχτήκαμε τη θεογνωσία, ακούγοντάς την στα αυτιά μας και στη γλώσσα μας».
Ας σκεφτούμε λοιπόν τώρα και τα περί ακροαματικής φωνητικής. Με την Πεντηκοστή, η δυσκολία μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου ξεπεράστηκε! Είτε οι άνθρωποι καταλάβαιναν ξαφνικά και απ’ ευθείας μόνον σημαινόμενα (έννοιες) είτε συγχρόνως άκουαν και σημαίνοντα (διαφορετικούς ήχους, εἰς ἀκοήν ὠτίου). Το τι από τα δύο, δεν έχει σημασία. Κατακλύστηκαν από δικούς τους ήχους ο καθένας οι άνθρωποι – στην Κύπρο η εορτή της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος λέγεται «του κατακλυσμού». Στην Πεντηκοστή, το φροντιστήριο ξένων γλωσσών καταργήθηκε ως μη έχον λόγον ύπαρξης! Κάτι σαν την άμεση αυτόματη μετάφραση της τεχνητής νοημοσύνης, θα πουν οι δύσπιστοι. Η ακροαματική φωνητική θριάμβευσε. Το πώς, μη ρωτάτε. Εδώ είναι το θαύμα. Οι ψηφοφορίες για το τι αρέσει λιγότερο ή περισσότερο δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει η καλή φώτιση, εἰς ἀκοήν ὠτίου.
Δημοσιεύθηκε στη Uncategorized
Σχολιάστε
Όταν τα μυαλά των δικαστών φλέγονται, οι αποφάσεις καίγονται
Πατρίς, 11-02-2025
Στο πολιτικό μας σύστημα η σχέση αιτίου και αποτελέσματος είναι κατά έναν ανόητο τρόπο κουκιά καθαρισμένα. Όλα κατανοούνται ως εκκρεμές άσπρου – μαύρου. Η πολυπλοκότητα και η συνθετότητα των πραγμάτων δεν έχει και τους περισσότερους υποστηρικτές. Στην κοινωνική μας ζωή, ισχύει πολύ συχνά η απόλυτη αιτιοκρατία, ιδίως όταν χτίζεται επάνω στο συναίσθημα της συνθηματολογίας που διαμορφώνει εξ αρχής τέτοιες προβλέψιμες συμπεριφορές, ώστε κάθε λογική και ψύχραιμη προσέγγιση για την αναζήτηση της αλήθειας να ομοιάζει με τον σπόρο του γεωργού της παραβολής: καταπατήθηκε, φαγώθηκε, ξεράθηκε, έπεσε στα αγκάθια και τελικά δεν καρποφόρησε.
Στην Ελλάδα, ανέκαθεν ο αντιπολιτευτικός λόγος αναζητούσε μανιωδώς τις ατυχίες και τις δυστυχίες για να εξυφάνει επάνω τους τον καμβά της αιτιοκρατικής του βεβαιότητας. Και είναι πάντα λόγος χαμηλής λεκτικής διαφοροποίησης. Είναι επομένως και λόγος φτωχής επιχειρηματολογικής συγκρότησης. Αρέσκεται στο να παρακάμπτει θεσμούς, ζεσταίνεται στο να προβάλλει πεποιθήσεις, με τα παρωχημένα υλικά των κλισέ. Άντε μετά να βρεις την αλήθεια σε αυτό το συνονθύλευμα. Στην κοινωνική ζωή των δημοκρατιών, αλήθεια χωρίς πίστη στους θεσμούς και χωρίς υποστήριξή τους δεν υπάρχει. Διαφορετικά, η αλήθεια δολοφονείται.
Έτσι και τώρα. Τα πορίσματα και οι ετυμηγορίες έχουν ήδη βγει μέσα από τα δημοσιογραφικά άρθρα και τις τηλεοπτικές δίκες: στην κυβέρνηση ανευρέθηκαν οι δολοφόνοι που θέλουν να συγκαλύψουν το φοβερό δυστύχημα στα Τέμπη. Ο σταθμάρχης που είχε την ευθύνη λειτουργίας των γραμμών του τρένου δεν φταίει σε τίποτα, ξεχάστηκε. Ατομική ευθύνη δεν υπάρχει. Ευκαιρία να πέσει η κυβέρνηση. Ας είναι. Καιρός να προετοιμάζονται οι ανεκδιήγητοι εκείνοι τύποι που τρέφονται από τον πόνο και τη μιζέρια.
Έτσι και τώρα. Όλοι έχουν γίνει δικαστές και ειδικοί στα πορίσματα. Απονέμουν «δικαιοσύνη» κατά το εύρος της καλπικής τους ονείρωξης. Η διάκριση των εξουσιών και η τήρηση των νομικών διαδικασιών πιστώνεται ως συνομωσία της εξουσίας. Δικαιοσύνη α λα καρτ όμως δεν υπάρχει. Η αδιαμφισβήτητη ευθύνη της κυβέρνησης και οι χειρισμοί της, έθρεψαν τους δημοκόλακες. Έγιναν ασυγχώρητα λάθη, οι κυβερνώντες δεν αφουγκράστηκαν τον θρήνο του κόσμου. Άφησαν την πρωτόγνωρη συναισθηματική του προσβολή να γιγαντώνεται. Εισπράττουν τώρα τη δίψα των ανθρώπων για αλήθεια και δικαιοσύνη – αλλά το νερό στερεύει. Η αντιπολίτευση φαντασιώθηκε το συγκλονιστικό αίτημα του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους, ως αντικυβερνητική διαδήλωση. Η κυβέρνηση θέλει συγκάλυψη, λένε. Για να κερδίσει τι;
Με τόσους δικαστές που έχουμε, εάν η δίκη έγινε, τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; Τι θέλουμε πια τους μάρτυρες; Ο κόσμος όμως που βγήκε στους δρόμους δεν είναι όχλος που άγεται και φέρεται. Ζητά να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι, όποιοι κι αν είναι, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται. Ο κόσμος σε μία σπάνια και συγκινητική εκδήλωση ομοψυχίας και θρήνου, απαιτεί να αποφανθεί η δικαιοσύνη με πλήρη διαφάνεια. Οι πολίτες ανήκουν στον πόνο και στη θλίψη των πενήντα επτά νεκρών, δεν εκχωρούνται πουθενά αλλού. Οι κραυγές και τα α λα στρίτφουντ «δικαστήρια» συνιστούν κίνδυνο για τη δημοκρατία, αφού όταν τα μυαλά των δικαστών φλέγονται, οι αποφάσεις καίγονται. Εδώ είναι πλέον ο κίνδυνος.
Δημοσιεύθηκε στη Uncategorized
Σχολιάστε
Ποιος έχει μεγαλύτερη εξουσία, ο Πρόεδρος της Βουλής ή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας;
Στο πολιτειακό μας σύστημα, πρακτικά και ουσιαστικά ποιος έχει μεγαλύτερη εξουσία, ο Πρόεδρος της Βουλής ή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας;
Ο Πρόεδρος της Βουλής είναι επικεφαλής της νομοθετικής εξουσίας. Έχει την αρμοδιότητα να οργανώνει και να διευθύνει τις εργασίες της, να συντονίζει τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, να εγγυάται την ομαλή λειτουργία της Βουλής και τη διατήρηση της τάξης κατά τις συνεδριάσεις, να διαχειρίζεται την ατζέντα των νομοθετικών διαδικασιών και των συζητήσεων, να ελέγχει τη σωστή εφαρμογή του κανονισμού. O Πρόεδρος της Βουλής περιορίζεται εντός του πλαισίου της Βουλής και της νομοθετικής διαδικασίας. Τι είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Είναι ο ανώτατος πολιτειακός άρχων και εκφραστής της ενότητας του κράτους, σύμφωνα με το Σύνταγμα. Υπογράφει και επικυρώνει τους νόμους που ψηφίζονται από τη Βουλή, ορίζει την ημερομηνία εκλογών, διαλύει τη Βουλή και αναθέτει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε περίπτωση κρίσης, εκδίδει διατάγματα, κυρίως κανονιστικά, είναι ο συμβολικός αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και ο συμβολικός εκπρόσωπος του κράτους σε διεθνές επίπεδο. Η εξουσία του περιορίζεται σε διαδικαστικό επίπεδο, καθώς οι περισσότερες πράξεις του απαιτούν τη συνυπογραφή του πρωθυπουργού ή άλλων υπουργών.
Ο Πρόεδρος της Βουλής επομένως έχει μεγαλύτερη πρακτική εξουσία, καθώς επηρεάζει άμεσα τη νομοθετική διαδικασία, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία του κράτους, επειδή μπορεί να διαμορφώσει συζητήσεις και περιεχόμενα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει συμβολική εξουσία, με μεγαλύτερο μεν θεσμικό και συμβολικό ρόλο, αλλά η επιρροή του είναι περιορισμένη, λόγω του κοινοβουλευτικού μας συστήματος. Ποιο είναι το συμπέρασμα; Στην πράξη, ο Πρόεδρος της Βουλής έχει μεγαλύτερη άμεση επιρροή. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκπροσωπεί μεν τον ενιαίο χαρακτήρα του κράτους, το περιεχόμενο του οποίου όμως συνδιαμορφώνεται από άλλους θεσμούς.
Στο προκείμενον. Θεωρώ ότι υπάρχουν πολλοί σοβαροί και κατάλληλοι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την πολιτική τους προέλευση, που θα μπορούσαν να προταθούν για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Είναι θέμα που σχεδόν δεν με απασχολεί. Το Σύνταγμα δεν αφήνει και πολλά περιθώρια. Σημασία έχουν τα πρόσωπα και όχι το «γύρω γύρω όλοι, στη μέση ο Μανόλης» κατά το παίγνιον του καθενός. Το ότι τα πάντα είναι ασκήσεις ισορροπιών, δεν αμφισβητείται. Με νοιάζει όμως η ειλικρίνεια, και ιδού η απορία μου. Αναγνωρίζεις μεν επανειλημμένα και με ευρύτατη πλειοψηφία ότι ο κ. Τάδε ως Πρόεδρος της Βουλής έκανε πολύ καλά τη δουλειά του. Και τι σημαίνει έκανε πολύ καλά τη δουλειά του; Σημαίνει ότι συμπεριφέρθηκε με ισότητα, χωρίς διακρίσεις, δεν ήταν κομματάρχης, δεν εκμεταλλεύτηκε τη θέση του, ήταν ενωτικός. Εγγυήθηκε τους κανονισμούς και τους τήρησε, από μία θέση με πρακτική εξουσία και άμεση επιρροή μεγαλύτερη από αυτή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτόν λοιπόν δεν τον θέλεις για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως μικροκομματικό και ακατάλληλο, όπως λες. Μπορεί να έχεις δίκαιο, αλλά έχεις δύο μέτρα και δύο σταθμά. Είναι ακατανόητη η λογική σου. Αυτή είναι και εμένα η άποψή μου για ένα θέμα που σε πολύ λίγο καιρό θα παρέλθει, όπως και τόσα άλλα μικρομέγαλα. Δεν είναι για το ευλογημένος ο ερχόμενος αλλά για το ωσαννά μέχρι το σταυρωθήτω.
Δημοσιεύθηκε στη Uncategorized
Σχολιάστε