⇒ Το ρήμα «παίζω» (ήπαιξα στην ανατολική Κρήτη) μέσα από ένα εύστοχο κείμενο του λογοτέχνη Γιώργη Μαρκάκη, όπως χρησιμοποιείται από τους Κρητικούς, είτε ως επιρρηματικός προσδιορισμός για να εκφράσει την υπερβολή ή το ξαφνικό είτε με τις σημασίες παίζω, δίνω, ρίχνω, κάνω:
[…]
“Ηπαιξε”, λένε, “χορό, ήπαιξε τραγούδι, ήπαιξε μια κοντύλια, ήπαιξε μια πασπαλιά, ήπαιξε γέλιο, ήπαιξε κλάημα, ήπαιξε βρισίδι, ήπαιξε ένα σκαμπίλι, ήπαιξε μια γροθιά, ήπαιξε μια μπαλωτιά, ήπαιξε μια βροντή, ήπαιξε (ν)του μια πίτα, ήπαιξε (ν)του περγέλιο, ήπαιξε ντου κατάρα, ήπαιξε ντου ξύλο, ήπαιξε ύπνο, ήπαιξε … ήπαιξε και τι δεν ήπαιξε στη ζωή του αυτός ο παιγνιώτης…
[…]
- Είντα να σου πω μπρε Γιατρέ; Εκειά που ραβδίζαμε, μια κοπανιά ήπαιξε μια κι επόθανε.
[Λασίθι, Λογοτεχνικό απάνθισμα, ημερολόγιο 2004, έκδοση συνδέσμου φιλολόγων νομού Λασιθίου, Ιούλιος]
Υ.Γ.: Αφορμή για αυτό το post, μου δίνει η σημερινή επέτειος του θανάτου του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ (1977) ο οποίος, λαοφιλής, υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ανεξάρτητα από τα όποια προβλήματα υγείας, ήταν για την Κύπρο κάτι ξαφνικό, σε μία δύσκολη στιγμή – και πότε όμως δεν είναι δύσκολες οι στιγμές για το εθνικό μας πρόβλημα; Δεν το περιμέναμε. Έτσι ακριβώς: ήπαιξε μια κι επόθανε…