⇒ 15 Ιουλίου σήμερα. Η μνήμη τρέχει 41 χρόνια πίσω. Στο 1974. Αλήθεια, πότε πέρασαν τόσα χρόνια; Είναι Δευτέρα πρωί. Είμαι στο λεωφορείο μαζί με άλλα παιδιά του κατηχητικού σχολείου σε πορεία ανάβασης. Βρισκόμαστε καθ’ οδόν, από την πόλη της Πάφου (όπου έμενα με την οικογένειά μου) κατευθυνόμενοι προς την Αγία Μονή. Είναι σε ένα υψόμετρο γύρω στα χίλια μέτρα, στο κέντρο περίπου της επαρχίας Πάφου. Επιτέλους το όνειρό μου θα γίνει πραγματικότητα! Το είχα σχεδόν εξιδανικεύσει. Τόσο που φοβόμουν μήπως και δεν βγει αληθινό. Να πάω δηλαδή για πρώτη φορά κατασκήνωση με την παρέα μου, να κοιμηθώ σε αντίσκηνο, να εξερευνήσω στη φύση τα μυστικά της νύχτας με ένα μικρό φακό στο χέρι, να κάνω τσουλήθρα πάνω σε πευκοβελόνες… Ήταν και εκείνα τα μικρά ραδιοφωνάκια που κουβαλούσαν μαζί τους κάποια παιδιά. Μας γοήτευε περισσότερο η μαγεία της τεχνολογίας που έδινε στον καθένα μας μια θαυμάσια ευκαιρία στην ιδιωτικότητα. Και παρόλο που ο κατασκηνωτικός χώρος βρισκόταν δίπλα στο χωριό που γεννήθηκα Στατός, εγώ νόμιζα εν τούτοις ότι θα πήγαινα σε άλλο πλανήτη. Τώρα που ξεκλειδώνονται τα βιώματα για τον ετήσιο κάθε χρόνο τέτοια μέρα χορό τους, θα έλεγα ότι με κυρίευσε τότε το ίδιο συναίσθημα, όπως όταν για πρώτη φορά και με δανεικό ποδήλατο απομακρύνθηκα μερικά χιλιόμετρα από το πατρικό μου σπίτι. Νόμιζα ότι κάνω επανάσταση. Η ζωή όμως είχε αποφασίσει αλλιώς. Πηγαίνοντας λοιπόν όλοι ξέγνοιαστοι προς την κατασκήνωση ξαφνικά σε ένα χωριό, κάπου στη μέση της διαδρομής, σταματά το λεωφορείο. Καταμεσής του δρόμου είναι κάποιος που κρατά ένα σκοινάκι και προσπαθεί με ένταση να βάλει μπρος ένα μικρό αγροτικό μηχάνημα με καρότσα (τσαλαπετεινός, φρέζα). Είναι εκνευρισμένος και ανήσυχος γιατί η μηχανή δεν ανταποκρίνεται. Κάποιος από τους συνοδούς μας τον ρωτά τι συμβαίνει. Του απαντά «μα που πάτε; έν το εμάθετε; έγινεν πραξικόπημαν, εσκοτώσαν τον Μακάριον, πάω στο Κτήμαν (στην πόλη της Πάφου)». Αυτό ήταν. Tους μεγάλους ήταν σαν να τους κτύπησε κεραυνός. Για πρώτη φορά άκουσα τη λέξη «πραξικόπημα». Μου εξήγησαν. Από εκείνη την ώρα στα δεκατρία μου ένιωσα να με φορτώνουν με χρόνια παραπάνω. Φτάσαμε στην κατασκήνωση. Τα πάντα είχαν ανατραπεί. Την τρίτη ημέρα μας έδιωξαν – θυμάμαι την πείνα μου. Το όνειρο έσβησε. Μάθαμε ότι θα γινόταν επέμβαση της Τουρκίας. Ούτε αυτό ήξερα τι ήταν. Στο χωριό μου δίπλα και στο σπίτι της γιαγιάς έπεσα με τα μούτρα στο ψωμί, στο χαλλούμι και σε ό,τι άλλο. Είχαν ήδη καταφτάσει πραξικοπηματίες με κοντοπαντέλονα και καλάσνικωφ στα χέρια. Έψαχναν για όπλα που είχαν οι «μακαριακοί». Με φώναξε ο πατέρας μου και μου είπε ότι θα έβαζε πάνω στο γάιδαρο ένα δισάκι με λυμένο μέσα το οπλοπολυβόλο «μπρεν» που είχε στο σπίτι και εγώ επάνω καβάλα θα το έκρυβα στο τζάκι της προγιαγιάς μου (είχε πεθάνει). Κανείς δεν θα υποψιαζόταν ένα μικρό παιδί. Όπερ και εγένετο. Ψήλωσα. Ένιωσα ότι έκανα την πρώτη μου αντιστασιακή πράξη. Στις 20 Ιουλίου με την εισβολή των Τούρκων μάθαμε τι σημαίνει προδοσία. Από τότε θλίβομαι αφάνταστα, για να μην πω ότι εξοργίζομαι κιόλας, όταν ακούω, με αφορμή τα μνημόνια, να μιλάνε για προδότες και υπηρέτες των ξένων και εσχάτως για πραξικοπήματα. Πικραίνομαι όταν με απίστευτη άγνοια και κουφότητα γίνονται ανιστόρητες συγκρίσεις με τη Μικρασία και το 1940 που φτύνουν την Ιστορία κατάμουτρα. Αιδώς!
Με την περιήγησή σας στο kostaskontantinou.com αποδέχεστε τη χρήση cookies. Περισσότερες πληροφορίες.
Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.