Ως μηδέν έχοντες

Εδώ και δώδεκα χρόνια αγαπητοί φίλοι (έτσι το έφερε η κλήση της ζωής) υπηρετώ -με τις μικρές μου δυνάμεις και με τις ακόμα φτωχότερες μουσικές μου γνώσεις- στο ψαλτήρι του ταπεινού Ναού του Αγίου Νεκταρίου Ηρακλείου, ο οποίος έχει παραχωρηθεί από την Αρχιεπισκοπή Κρήτης στην ορθόδοξη ρουμανική κοινότητα – γι’ αυτό και ο ιερουργός είναι Ρουμάνος ιερέας. Το εκκλησίασμα όμως είναι πλέον μικτό, με Ρουμάνους και Έλληνες.

Δεν είμαστε συνήθως πολλοί, αλλά κάποιες Κυριακές μαζευόμαστε και πολύ περισσότεροι. Δεν ξεχνώ, άλλωστε, ότι οι άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης δεν έχουν πάντα ελεύθερο το χρόνο που θέλουν. Άλλοι με τα λίγα τους, άλλοι με τα λιγότερά τους. Εδώ, δεν ενδιαφερόμαστε για εθνικότητες, ούτε βασανιζόμαστε από μισανθρωπικούς διαχωρισμούς. Δεν υπάρχουν ούτε «νόμιμοι» ούτε «παράνομοι». Ο κοινός τόπος είναι άλλος.

Συχνά αισθάνομαι άβολα, όταν παρατηρώ τα ροζιασμένα και μαυρισμένα χέρια μερικών, ιδίως μάλιστα όταν ρίχνω κλεφτές ματιές στα καλομαθημένα δικά μου. Καταλαβαίνει κανείς αυτό που είπε ο Ελύτης, ότι «πολλά δε θέλει ο άνθρωπος να είναι ήμερος να ‘ναι άκακος, λίγο φαΐ λίγο κρασί Χριστούγεννα κι Ανάσταση, κι όπου φωλιάσει και σταθεί κανείς να μην του φτάνει εκεί».

Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι αυτές οι σκέψεις με πλημμύρισαν ακαριαία με τη σημερινή εκφώνηση της αποστολικής περικοπής, και ιδίως του συγκλονιστικού εκείνου αποσπάσματος «ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις … διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες».

Δημοσιεύθηκε στην Uncategorized. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Απάντηση